ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
τροπικός,-ή,-ό, manner
Τροπικός-ή-ό1, τρόπος (ο) Manner / mode
τροπικός,-ή,-ό modal
τροπικός τελεστής (o) modal operator
τροπικός αόριστος (ο) modal preterite
τροπικό ρήμα (το) modal verb
τροπικότητα (η) modality
Τροπικότητα (η) modality / mode
τροπικός,-ή,-ό of manner
τροπικός ημιδακτύλιος tropical semi-ring