ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τροπικός,-ή,-ό, | manner |
Τροπικός-ή-ό1, τρόπος (ο) | Manner / mode |
τροπικός,-ή,-ό | modal |
τροπικός τελεστής (o) | modal operator |
τροπικός αόριστος (ο) | modal preterite |
τροπικό ρήμα (το) | modal verb |
τροπικότητα (η) | modality |
Τροπικότητα (η) | modality / mode |
τροπικός,-ή,-ό | of manner |
τροπικός ημιδακτύλιος | tropical semi-ring |