ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Τροπικό επίρρημα/επιρρηματικό (το) | Manner adverb(ial) |
τροπικό ρήμα (το) | manner verb |
τροπικό επίρρημα (το) | modal adverb |
τροπικό βοηθητικό ρήμα (το) | modal auxiliary |
Τροπικό βοηθητικό (το) | Modal auxiliary |
τροπικό διάστημα (το) | modal register |
Τροπική υπαγωγή / υπόταξη (η) | modal subordination |
Τροπική υπαγωγή / υπόταξη (η) | Modal subordination |
τροπική τιμή (η) | modal value |
τροπική φωνή (η) | modal voice |