ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
τμήμα εγγραφής σταθερού μήκους fixed length portion of a record
τμηματικός,-ή,-ό modular
τμηματικότητα (η) modularity
τμήμα (το) module
τμήμα έργων αναφοράς (το) reference department
τμήμα έργων αναφοράς (το) reference division
τμήμα έργων αναφοράς (το) reference section
Τλινγκίτ (η) (γλώσσα) Tlingit
τμήμα εγγραφής μεταβλητού μήκους variable length portion of a record
τμήμα λέξης word segment