ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συστατικό βάσης (το) base-component of transformational grammar
συστατικό κατηγοριακής τιμής (το) category-valued feature
συστατικό (το) component
συστατικό (το) constituent
Συστατικό (το), συστατικός-ή-ό constituent
συστατική πρόταση (η), δευτερεύουσα/εξαρτημένη πρόταση (η) constituent clause
συστατικό μέρος constituent part
συστατική πρόταση constituent sentence
συστατική δομή (η) c-structure
συστατικό με περισσότερες από μία τιμές (το) set feature