ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
Συντακτικός αναλυτής διαγράμματος (ο) Chart parser
Συντακτικός αναλυτής διαγράμματος (ο) chart parser
Συντακτικός Αναλυτής της Γραμματικής του Περιορισμού της Αγγλικής (ο) Constraint Grammar Parser of English (ENGCG)
Συντακτικός Αναλυτής Φίντιτς (ο) Fidditch Parser
Συντακτικός Αναλυτής Συνδετικής Γραμματικής (ο) Link Grammar Parser
συντακτικός αναλυτής LR (o) lr parser
συντακτικός αναλυτής Μάρκους (ο) marcus parser
Συντακτικός Διπλασιασμός (ο) Radoppiamento Sintattico (RS)
συντακτικός δανεισμός (ο) syntactic borrowing
συντακτικός κώδικας (ο) syntactic code