ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ποικιλόχρωμο βάβισμα (το) | variegated babbling |
ποικιλιακή γλωσσολογία (η) | variational linguistics |
ποικιλία (η) | variation |
παραλλαγή (η) / μεταβλητός-ή-ό | variant |
ποικιλότητα | variability |
προγράμματα Varbrul (τα) | Varbrul programs |
πράξη εκφώνησης (η), εκφωνηματική πράξη (η) | utterance act |
προσανατολισμός χρήστη (ο), οπτική χρήστη (η) | user orientation |
πληροφορία χρήσης (η) | usage information |
πρόσληψη (η) | uptake |