ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προστριβόμενος,-η,-ο affricate
προστριβόμενο σύμφωνο (το) affricate consonant
προστριμμένος,-η,-ο affricated
πρόστριψη (η), προστριβοποίηση (η) affricated
πρόστριψη (η) affrication
ποιητικό αίτιο (το) agent
προσανατολισμένος,-η,-ο προς το δράστη agent oriented
ποιητικό αίτιο (το) agentive
παθητική (δομή) δράστη (η) agentive passive
παθητική (δομή) χωρίς δράστη (η) agentless passive