ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πλήθος ορισμάτων (το) | adicity/arity |
πλήθος ορισμάτων (το) | arity |
πλευρικός,-ή,-ό | lateral |
πλευρικοί ήχοι (οι) | lateral sounds |
πλευρικοποίηση (η) | lateralization |
πληθυντικό όνομα (το) | plurale tantum |
πληθυντικά ονόματα (τα) | pluralia tantum |
πληθυντικά ονόματα (τα) | pluralia tantum |
πληθυντικοί (οι) | plurals |
πλευρικός λοβός | siderobe |