ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πλευρά facet
πλευρικό κλικ (το) lateral click
πλευρικό σύμφωνο (το) lateral consonant
πλευρική εκτόνωση (η) lateral plosion
πλευρική εξειδίκευση (η) lateralization
πλευρικά εξειδικευμένος,-η,-ο lateralized
πλευρικά (τα) laterally
πλευρικά (τα) laterals
πλεονέκτημα του αριστερού αυτιού (το) left-ear advantage
πλεονέκτημα του δεξιού αυτιού (το) right-ear advantage