ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περιστασιακός-ή-ό circumstantial
περιστασιακοί ρόλοι (οι) circumstantial roles
περιστασιακό περιβάλλον / περιβάλλον της περίστασης (το) CONTEXT / situational context / context of situation
περιστασιακός,-ή,-ό occasional
περιστέλλω retract
Περιστολή (η), ανάκληση (η) retraction
περιστασιακός-ή-ό situational
περιστατικό κείμενο (το) situational context
περιστασιακό περικείμενο situational context
περιστασιακή σημασία (η) situational meaning