ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
Περσικά FA
περίφραση (η) periphrasis
περιφραστικός,-ή,-ό periphrastic
περιφραστικοί χρόνοι (οι) periphrastic
περιφραστικός τύπος (ο) periphrastic type
περιφραστικός τύπος ρήματος (ο) periphrastic verb forms
Περμική (η) (γλώσσα) Permic
Περσικά (τα) Persian (farsi)
πετρογλυφικό (το) petroglyph
περιφραστικό ρήμα (το) phrasal verb