ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περισπωμένη (η) | accent circumflex |
| περισπωμένη (η) | circumflex |
| περιστασιακή σημασία | contextual meaning |
| περιπλανώμενος,-η,-ο | floating |
| περιστασιακή σημασία (η) | occasional meaning |
| περισπώμενος,-η,-ο | perispomenon |
| περιπλοκή (η) | perplexity |
| περίσταση (η) | situation |
| περίσταση επικοινωνίας | situation |
| περισπωμένη (η) | tilde |