ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παθητικό με un (το) | unpassive |
Πανεπιστημιακό Κέντρο Έρευνας Σωμάτων Κειμένων Υπολογιστή σχετικά με τη Γλώσσα (το) | University Centre for Computer Corpus Research on Language (UCREL) |
πλήρες λεξικό | unabridged dictionary |
πληθυσμιακή τυπολογία | typology |
πλειάδα (η) | tuple |
πίνακας αληθείας (ο) | truth table |
περικοπή(η) | truncation |
περικόπτω | truncate |
παλλόμενο σύμφωνο (το) | trilled consonant |
παλλόμενος-η-ο | trill |