ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
Πεπιεσμένες πτυχές (οι), Πεπιεσμένες χορδές (οι) abducted
πεπιεσμένος,-η,-ο adducted
πεπερασμένα αυτόματα finite automata
πεπερασμένα αυτόματα finite automaton
πεπερασμένο κλείσιμο (το) finite closure
πεπερασμένο σύνολο finite set
Πενουτιανή (η) (γλώσσα) Penutian
πειστικός,-ή,-ό persuasive
πενία του ερεθίσματος poverty of the stimulus, (POS)
πεπλατυσμένη γλωττίδα (η) spread glottis