ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
Πλήρες Κόρπους Παλαιάς Αγγλικής (το) Complete Corpus of Old English
πλήρεις κατηγορήσεις (οι) full predications
πλήρες κείμενο (το) full text
πλήρες κόρπους γραπτών κειμένων (το) full text corpus
πλήρες ρήμα (το) full verb
πληκτρολόγηση (η) keyboarding
πληκτρολόγηση (η) keystroke
πλήρες κλείσιμο (το) occlusion
πλήρημα (το) plereme
πλήρες λεξικό unabridged dictionary