ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Πλήρες Κόρπους Παλαιάς Αγγλικής (το) | Complete Corpus of Old English |
πλήρεις κατηγορήσεις (οι) | full predications |
πλήρες κείμενο (το) | full text |
πλήρες κόρπους γραπτών κειμένων (το) | full text corpus |
πλήρες ρήμα (το) | full verb |
πληκτρολόγηση (η) | keyboarding |
πληκτρολόγηση (η) | keystroke |
πλήρες κλείσιμο (το) | occlusion |
πλήρημα (το) | plereme |
πλήρες λεξικό | unabridged dictionary |