ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Πεπιεσμένες πτυχές (οι), Πεπιεσμένες χορδές (οι) | abducted |
πεπιεσμένος,-η,-ο | adducted |
πεπερασμένα αυτόματα | finite automata |
πεπερασμένα αυτόματα | finite automaton |
πεπερασμένο κλείσιμο (το) | finite closure |
πεπερασμένο σύνολο | finite set |
Πενουτιανή (η) (γλώσσα) | Penutian |
πειστικός,-ή,-ό | persuasive |
πενία του ερεθίσματος | poverty of the stimulus, (POS) |
πεπλατυσμένη γλωττίδα (η) | spread glottis |