ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πρότυπο των απόψεων (το) | aspects model |
πρότυπο στένωσης | constriction model |
προϋπόθεση περιεχομένου (η) | content requirement |
προϋποθέσεις επάρκειας (οι), κριτήρια επάρκειας (τα) | levels of adequacy |
προϋποθέτω | presuppose |
προϋπόθεση (η) | presupposition |
πρότυπο πηγής-φίλτρου | source-filter model |
πρότυπος | standard |
πρότυπος-η-ο, στάνταρντ, καθιερωμένος-η-ο, κοινός-ή-ό | standard |
προτυποποίηση | standardization |