ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πρόταξη των άμεσων συστατικών | early immediate constituents |
πρόσωπο | face |
πρόταξη (η) | fronting |
προσωρινή γραμματική (η) | interim grammar |
πρόσωπο (το) | person (per, PER) |
προσωπικός,-ή,-ό | personal |
προσωπικό όνομα (το) | personal name |
προσωπικό ρήμα το) | personal verb |
προσωποποίηση (η) | personification |
πρόταξη-wh | wh-fronting |