ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πρόταξη των άμεσων συστατικών early immediate constituents
πρόσωπο face
πρόταξη (η) fronting
προσωρινή γραμματική (η) interim grammar
πρόσωπο (το) person (per, PER)
προσωπικός,-ή,-ό personal
προσωπικό όνομα (το) personal name
προσωπικό ρήμα το) personal verb
προσωποποίηση (η) personification
πρόταξη-wh wh-fronting