ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προσπελασιμότητα (η) accessibility
προσπελάσιμο υποκείμενο (το) accessible subject
προσοχή (η) attention
προσπέραση (η) crossover
προσπέραση (η) crossover
προσπελασιμότητα ονοματικής φράσης (η) noun phrase accessibility
πρόσληψη (η) reception
προσληπτική/αντιληπτική γλωσσική γνώση (η) receptive language knowledge
προσομοίωση (η), προσποίηση (η) simulation
πρόσληψη (η) uptake