ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προσπελασιμότητα (η) | accessibility |
προσπελάσιμο υποκείμενο (το) | accessible subject |
προσοχή (η) | attention |
προσπέραση (η) | crossover |
προσπέραση (η) | crossover |
προσπελασιμότητα ονοματικής φράσης (η) | noun phrase accessibility |
πρόσληψη (η) | reception |
προσληπτική/αντιληπτική γλωσσική γνώση (η) | receptive language knowledge |
προσομοίωση (η), προσποίηση (η) | simulation |
πρόσληψη (η) | uptake |