ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προσδιοριστική ανάγνωση/ερμηνεία (η) | attributive reading |
προσδιοριστική χρήση (η) | attributive use |
προσδιοριστική αναφορική πρόταση (η) | defining relative clause |
προσδιοριστής (ο) | det |
προσδιοριστής (ο) | determiner |
προσδιοριστική χρήση (η) | illocutionary use |
προσδιορισμός (ο) | qualification |
προσδιοριστής (ο) | qualifier |
προσδιορισμός (ο) | qualifier |
προσδιορισμός ομιλητή(ο) | speaker identification |