ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προσαρμογή (η) | accommodation |
προσαρμογή (η) | accomodation |
προσαρμογή (η) | adaptation |
προσανατολισμένος,-η,-ο προς το δράστη | agent oriented |
προσάπτουσα (η) | ascriptive |
προσάπτουσα πρόταση (η) | ascriptive sentence |
προσαρμογή (η) | conditioning |
προσαρμογή | fitting |
προσανατολισμός (ο) | orientation |
προσανατολισμός χρήστη (ο), οπτική χρήστη (η) | user orientation |