ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προληπτική αφομοίωση (η) anticipatory assimilation
προληπτική συνάρθρωση (η) anticipatory coarticulation
Προκυκλικός-ή-ό pre-cyclic(al)
προκατασκευασμένη γλώσσα (η) prefabricated language
προλεξικός,-ή,-ό prelexical
Προλεξικός-ή-ό pre-lexical
πρόκλιση (η) proclisis
προκλιτικός,-ή,-ό proclitic
προκοπή (η) procope
προληπτική αφομοίωση regressive assimilation