ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Όνομα μονάδας (το) | unit noun |
οικουμενική γλώσσα (η) | universal language |
οποιοδήποτε κείμενο | unrestricted text |
Ούρντου (η) (γλώσσα) | UR |
Ουραλ-αλταϊκή υπόθεση (η) | Ural-Altaic hypothesis |
Ουραλική (η) (γλώσσα) | Uralic |
Ούρντου (η) (γλώσσα) | Urdu |
οδηγός χρήσης (ο) | usage guide |
οπτική του χρήστη | user perspective |
οδηγός για τον χρήστη | user’s guide |