ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μονάδα προσπέλασης (η) | access unit |
μονάδα μέτρησης τονικού ύψους (η) | mel |
μονάδα μέτρησης τονικού ύψους (η) | mel |
μονάδα ακουστότητας (η) | phon |
μονάδα που μοιάζει με φθόγγο (η) | phone-like unit |
Μονάδα μέτρησης στον οριζόντιο άξονα του cepstrum. | quefrequency |
μονάδα αναφοράς | reference unit |
μονάδα μουσικού τόνου | tone unit |
Μονάδα (η), ενότητα (η) | Unit |
Μονάδα (η), ενότητα (η) | unitary base hypothesis |