ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μόρμυρος-η-ο breathy / murmur
μόρμυρη φώνηση (η) breathy voice
μη λεπτομερής,-ής,-ές broad
μη λεπτομερής συμβολισμός (ο) broad notation
μη λεπτομερής μεταγραφή (η) broad transcription
μεταφορά δομικών μονάδων (η) building block metaphor
μεταφραστικά δάνεια (τα) calchi
μεταφραστικό δάνειο (το) calque
μελέτη περίπτωσης (η) case study
Μετακίνηση / μετατόπιση κατηγορίας (η) Category shifting