ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μετρικήαπόσταση distance metric
μέτρο (το) foot
μέτρο (το) metre
μετρικός,-ή,-ό metrical
μετρικό λεξικό (το) metrical dictionary
μετρικό πλέγμα (το) metrical grid
μετρικό σχήμα (το) metrical pattern
μετρικοί κανόνες (οι) metrical rules
μετρικό δέντρο (το) metrical tree
μετριοπάθεια (η) modesty