ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μετρικήαπόσταση | distance metric |
μέτρο (το) | foot |
μέτρο (το) | metre |
μετρικός,-ή,-ό | metrical |
μετρικό λεξικό (το) | metrical dictionary |
μετρικό πλέγμα (το) | metrical grid |
μετρικό σχήμα (το) | metrical pattern |
μετρικοί κανόνες (οι) | metrical rules |
μετρικό δέντρο (το) | metrical tree |
μετριοπάθεια (η) | modesty |