ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μετρήσιμος,-η,-ο count
μέτρηση κριτηρίου (η) criterion measure
Μετρήσιμος-η-ο, μαζικός-ή-ό Mass
μέτρηση (η) metric
μέτρηση μόρας (η) mora counting
μετοχικός,-ή,-ό participial
μετοχική δομή (η) participial construction
μετοχική αναφορική πρόταση (η) participial relative clause
μετοχή (η) participle (P, part, PART)
μέτρηση τονικού ύψους (η) pitch meter