ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μετατόπιση (η) dislocation
μετατεθειμένος,-η,-ο displaced
Μετατειθειμένη άρθρωση (η) displaced articulation
μετατεθειμένη ομιλία displaced speech
μετατόπιση της βαριάς ΟΦ (η) heavy NP shift
μετατόπιση συμφώνων στην άνω Γερμανική (η) high German consonant shift
μετατόπιση δανείου (η) loan shift
μετατόπιση σημασίας (η) meaning shift
μετατόπιση συμφώνων της Παλαιάς Υψηλής Γερμανικής (η) Old High German consonant shift
μετατόπιση βαθμού (η) rank shift