ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μετασχηματιστικός,-ή,-ό transformational
μετασχηματιστικός τομέας transformational component
μετασχηματιστικός κύκλος transformational cycle
μετασχηματιστική παραγωγή transformational derivation
μετασχηματιστικό ιστορικό transformational history
μετασχηματιτικός δείκτης (ο) transformational marker
μετασχηματιστικός κανόνας transformational rule (T-rule)
μετασχηματιστική υπόθεση (η) transformationalist hypothesis
μετασχηματιστικός,-ή,-ό transformative
μετάταξη (η) transposition