ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μετασχηματιστικός,-ή,-ό | transformational |
μετασχηματιστικός τομέας | transformational component |
μετασχηματιστικός κύκλος | transformational cycle |
μετασχηματιστική παραγωγή | transformational derivation |
μετασχηματιστικό ιστορικό | transformational history |
μετασχηματιτικός δείκτης (ο) | transformational marker |
μετασχηματιστικός κανόνας | transformational rule (T-rule) |
μετασχηματιστική υπόθεση (η) | transformationalist hypothesis |
μετασχηματιστικός,-ή,-ό | transformative |
μετάταξη (η) | transposition |