ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μακρο- macro-
μακρο-γλωσσική πράξη (η) macrospeech act
Μακρο-Γουαϊκιουρουανική (η) (γλώσσα) Macro-Guaicuruan
Μακρο-Γουαϊκιουρουανική (η) (γλώσσα) Macro-Waykuruan
Μακρο-Καριβική (η) Macro-Carib
Μακρο-Μάγια (η) (γλώσσα) Macro-Mayan
Μακρο-Πενουτιανή (η) (γλώσσα) Macro-Penutian
μακρο-Χε (η) (γλώσσα) Macro-Gê
μακρο-Χε (η) (γλώσσα) Macro-Je
μακρογλωσσικός,-ή,-ό macrolinguistic