ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μεγεθυντικός,-ή,-ό augmentative
Μεγεθυντικός-ή-ό, επαυξητικός-ή-ό augmentative (augm)
μεγάφωνο (το) loud speaker
μέγιστη δομική επιβολή (η) max-command
μέγιστη δομική επιβολή (η) maximal command / maximal-command / m-command
μέγιστη διαφοροποίηση (η) maximum differentiation
μέγιστη δομική επιβολή (η) m-command
μεγαλόφωνη ανάγνωση (η) oral reading
Μεγάλο PRO (το) PRO / big PRO
μέγεθος (το) size