ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μεγεθυντικός,-ή,-ό | augmentative |
Μεγεθυντικός-ή-ό, επαυξητικός-ή-ό | augmentative (augm) |
μεγάφωνο (το) | loud speaker |
μέγιστη δομική επιβολή (η) | max-command |
μέγιστη δομική επιβολή (η) | maximal command / maximal-command / m-command |
μέγιστη διαφοροποίηση (η) | maximum differentiation |
μέγιστη δομική επιβολή (η) | m-command |
μεγαλόφωνη ανάγνωση (η) | oral reading |
Μεγάλο PRO (το) | PRO / big PRO |
μέγεθος (το) | size |