ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μονάδα προσπέλασης (η) access unit
μονάδα μέτρησης τονικού ύψους (η) mel
μονάδα μέτρησης τονικού ύψους (η) mel
μονάδα ακουστότητας (η) phon
μονάδα που μοιάζει με φθόγγο (η) phone-like unit
Μονάδα μέτρησης στον οριζόντιο άξονα του cepstrum. quefrequency
μονάδα αναφοράς reference unit
μονάδα μουσικού τόνου tone unit
Μονάδα (η), ενότητα (η) Unit
Μονάδα (η), ενότητα (η) unitary base hypothesis