ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μετριαστικός,-ή,-ό | attenuative |
μετρικές αξιολόγησης (οι) | evaluation metric |
μετριασμένος,-η,-ο | flat |
μετριασμός (ο), μετριάζω, επίσχεση (η), υπεκφυγή (η) | hedge (noun/verb) /hedging |
μετρήσιμος,-η,-ο | mass |
μετρική ένταση (η) | metrical intension |
μετρική φωνολογία (η) | metrical phonology |
μετρική (η) | metrics |
Μετρητής τονικού ύψους (ο) | pitch meter |
μετριασμένος,-η,-ο | sharp |