ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
λογοθεραπευτής (ο), λογοπεδικός (ο) speech and language therapist / speech therapist
λόγος speech and language
λεκτικός-ή-ό speech
λόγος speech
λεξικογραφία για εξειδικευμένους σκοπούς (η), εξειδικευμένη λεξικογραφία (η) special-purpose lexicography
λεξικό για εξειδικευμένους σκοπούς (το), εξειδικευμένο λεξικό (το) special-purpose dictionary
λεξικό ειδικού πεδίου (το) special-field dictionary
λογισμικό software
λείανση (η), μονοφθογγοποίηση (η) smoothing
λεξικολογία αργκό (η) slang lexicography