ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λεξικό διαλέκτου | dialect dictionary |
λεξικό για καθηγητές ξένων γλωσσών (το) | dictionary for foreign-language teachers |
λεξικό διακριτικής συνωνυμίας (το) | discriminating synonymy |
λεξικό διακριτικής συνωνυμίας (το) | distinctive synonymy |
λεξικό εκμάθησης (το) | learner’s dictionary |
λεξικό εκμάθησης (το) | learning dictionary |
λεξικό Γλώσσας για Συγκεκριμένους Σκοπούς (το) | LSP dictionary |
λεξικό ειδικού πεδίου (το) | special-field dictionary |
λεξικό ειδικού θέματος (το) | subject-specific dictionary |
λεξικό δείγμα/έκτυπο (το) | word token |