ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
λεξική προσπέλαση (η) lexical access
λεξική σειρά /διάταξη (η) Lexical array
λεξική σύμφραση (η) lexical collocation
λεξική πυκνότητα (η) lexical density
λεξική σημασία (η) lexical meaning
λεξική σημασία (η) lexical meaning
λεξική προϋπόθεση (η) lexical presupposition
λεξική σημασιολογία (η) lexical semantics
Λεξική σύνδεση (η), λεξικός συνειρμός (ο) word association
λεξική σημασία (η) word meaning