ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λέξη-οδηγός (η) | catch-word |
λέξη-φάντασμα (η) | ghost word |
λέξη-οδηγός (η) | guideword |
λέξη-υβρίδιο (το) | hybrid word |
λέξη-κλειδί σε συμφραζόμενα (η) | keyword in context (KWIC) |
λέξη-κλειδί εκτός συμφραζομένων (η) | keyword out of context |
λέξημα (το) | lexeme |
Λεξημικός-ή-ό | lexemic |
λέξη-φάντασμα (η) | phantonym |
λέξη–νυφίτσα | weasel word |