ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καθιερωμένη έννοια established concept
καθιερωμένη γλώσσα γενικευμένης σημείωσης (η) Standard Generalised Markup Language (SGML)
καθημερινό ύφος vernacular style
κάθετος (η), πλάγια γραμμή (η) solidus
Κάθετη ομαδοποίηση/κάθετη διάσπαση (η) Vertical grouping / splitting
Κάθετη εξάρτηση (η) daughter-dependency
κάθετη εξάρτηση daughter-dependency
Καθαρότητα Purity
καθαρότητα Purity
καθαρολόγος (ο) purist