ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
Κοτσιμί-Γιούμαν (η) (γλώσσα) Cochimí–Yuman
κορωνιδικός coronal (cor, COR)
κορωνιδικές αρθρώσεις coronal articulations
κορωνιδικό χαρακτηριστικό coronal feature
κορωνιδικοποίηση coronalization
κόστος cost
Κοστανοϊκή (η) (γλώσσα) Costanoan
κόσα (το) kosa
Κούα (η) (γλώσσα) Kwa
κόσμος του λόγου universe of discourse