ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κορύφωση (η) | climax |
κορυφωσιακός | culminate |
κορυφωσιακός | culminative |
κορύφωση | culminativity |
κορυφή κύματος (η) | peak |
κορύφωση (η) | prominence |
κορυφή αντηχητικότητας (η) | sonority peak |
κορυφή ηχηρότητας | sonority peak |
κορυφή (η) | tip |
κορυφή της γλώσσας | tongue apex |