ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καθυστερημένος delayed
καθυστέρηση (η), χρονική υστέρηση (η), βράδυνση (η) lag
καθυστέρηση ηχηροποίησης voicing lag
καθυστέρηση μετάδοσης propagation delay
καθυστέρηση χειρισμού (η) handling delay
καθυστρημένο υποκείμενο (το) postponed subject
Κάιοβα (η) (γλώσσα) Kiowa
Κάιοβα-Τανοϊκή (η) (γλώσσα) Kiowa–Tanoan
κακάπο kakapo
κακο- caco-