ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κατάχρηση (η) catachresis
καταφορικός,-ή,-ό cataphoric
καταχώρηση λεξικού (η), λήμμα λεξικού (το) dictionary entry
κατερχόμενο ύψος downlift
κατεβάζω download
καταχώρηση entry
κατερχόμενη άρμοση falling juncture
καταχώρισμα listeme
καταχώριση (η) record
καταχώρηση λέξης (η) word entry