ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κατάχρηση (η) | catachresis |
καταφορικός,-ή,-ό | cataphoric |
καταχώρηση λεξικού (η), λήμμα λεξικού (το) | dictionary entry |
κατερχόμενο ύψος | downlift |
κατεβάζω | download |
καταχώρηση | entry |
κατερχόμενη άρμοση | falling juncture |
καταχώρισμα | listeme |
καταχώριση (η) | record |
καταχώρηση λέξης (η) | word entry |