ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κατηγόρημα (το) attribute
κατευθυντικός directional
Κατευθυντική συνεπαγωγικότητα (η) directional entailingness
κατευθυντικά αντίθετα directional opposites
κατευθυντικότητα directionality
κατευθυντικότητα της αλλαγής (η) directionality of change
κατευθυντικός,-ή,-ό directive
κατευθυντής (ο) director
κατηγόρημα (το) predicate (pred)
κατηγόρημα βαθμιαίων σταδίων (το) stage-level predicate