ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κατακτώ, αποκτώ | acquire |
Καταλανικά (τα) | CA |
Καταλανικά (τα) | Catalan |
καταληπτότητα (η) | comprehensibility |
κατάληξη | declension |
κατάληξη (η) | desinence |
κατάληξη (η) | ending |
καταληπτότητα (η) | intelligibility |
κατάληξη του slash (η) | slash termination |
κατάληξη λέξης (η) | word-ending |