ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
Κατακτώ, αποκτώ acquire
Καταλανικά (τα) CA
Καταλανικά (τα) Catalan
καταληπτότητα (η) comprehensibility
κατάληξη declension
κατάληξη (η) desinence
κατάληξη (η) ending
καταληπτότητα (η) intelligibility
κατάληξη του slash (η) slash termination
κατάληξη λέξης (η) word-ending