ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καταλληλότητα (η) appropriacy
κατάλληλος,-η,-ο appropriate
καταλληλότητα (η) appropriateness
κατάλληλος proper
Κατάλληλος-η-ο2 proper
κατάλληλο συστατικό (το) proper constituent
κατάλληλη κυριαρχία (η) proper dominance
κατάλληλη κυβέρνηση proper government
κατάλληλη μεταβατική θέση transition relevance place
κατάλληλη μεταβατική θέση (η) transition-relevance place