ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κυβέρνηση συναναφοράς co-reference government
κυβερνητική (η) cybernetics
κυβερνώ / κυβερνώμαι govern
κυβερνητικός,-ή,-ό governing
κυβερνητική κατηγορία (η) governing category
κυβερνητικός κόμβος (ο) governing node
κυβέρνηση (η) government
κυβερνοπαγής φωνολογία (η) government-based phonology
κυβερνήτης (o) governor
κυβερνώ/-ώμαι δομικά structurally govern