ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κυβερνημένος,-η,-ο | governed |
κυβερνημένη θέση (η) | governed position |
κρυφό πρότυπο Markov (το) | hidden Markov model |
κτήση (η) | possession |
κτητικός,-ή,-ό | possessive |
Κτητικό σύνθετο (το) | possessive compound |
Κτητικό σύνθετο (το) | possessive compound |
κτητική αντωνυμία (η) | possessive pronoun pos(s), POS(S) |
κτήτορας (ο) | possessor |
κτητικό -ing (το) | poss-ing |