ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κυβερνημένος,-η,-ο governed
κυβερνημένη θέση (η) governed position
κρυφό πρότυπο Markov (το) hidden Markov model
κτήση (η) possession
κτητικός,-ή,-ό possessive
Κτητικό σύνθετο (το) possessive compound
Κτητικό σύνθετο (το) possessive compound
κτητική αντωνυμία (η) possessive pronoun pos(s), POS(S)
κτήτορας (ο) possessor
κτητικό -ing (το) poss-ing