ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| κατασκευή μεταγενέστερης σκέψης (η) | after thought construction |
| κατασκεύασμα (το), κατασκευή (η) | construct |
| κατάσταση δομής (η) | construct state |
| καταστάση επαφής (η) | contact situation |
| κατασκευή με υποκείμενο σε δοτική (η) | dative subject construction |
| κατασήμανση | designation |
| κατάσταση γλώσσας | état de langue |
| Κατάσταση γλώσσας (η), ετά ντε λανγκ (το) | état de langue |
| κατάσταση (η) | state |
| Κατάσταση (η), φάση (η) | state |