ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

260 results
Greek Term English Term
θόρυβος περιβάλλοντος (ο) ambient noise
θόρυβος υποβάθρου (ο) background noise
Θιβετιανά (τα) BO
θησαυρός με ορισμούς (ο) defining thesaurus
θνήσκουσα γλώσσα die language
θόρυβος (ο) noise
θησαυρός-λεξικό (ο) thesaurus-cum-dictionary
θήτα (θ) (το) theta
Θιβετιανά Tibetan
Θιβετο-βιρμανική (η) (γλώσσα) Tibeto-Burman