ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εγκυρότητα δομής (η) | construct validity |
εγκυρότητα περιεχομένου (η) | content validity |
εγκυρότητα στη βάση κριτηρίων (η) | criterion-related validity |
εγκυρότητα ενδείξεων (η) | cue validity |
εγκυκλοπαιδικός ορισμός (ο) | encyclopedic definition |
εγκυκλοπαιδιστής (ο) | encyclopedist |
εγκυρότητα όψης/επιφάνειας/προσώπου (η) | face validity |
εγκυρότητα πρόγνωσης (η), προβλεπτική/προγνωστική εγκυρότητα (η), προγνωστικό κύρος (το) | predictive validity |
Έγκυρος-η-ο | valid |
εγκυρότητα (η) | validity |